- φαλαγγιτικός
- -ή,-ό / φαλαγγιτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και φαλαγγίτικος Ν [φαλαγγίτης]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φαλαγγίτη (α. «φαλαγγιτικός όρκος» β. «τιθεις ἐναλλὰξ σημαίαν καὶ σπεῑραν φαλαγγιτικήν»,Πολ.)νεοελλ.φρ. «φαλαγγιτικά γραμμάτια» — πιστωτικά γραμμάτια που είχαν δοθεί το 1838 στους απόμαχους αγωνιστές τού 1821, στους φαλαγγίτες, για να αγοράσουν σε δημοπρασία εθνικά κτήματα.
Dictionary of Greek. 2013.